ΜΙΛΩΝΤΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΨΥΧΙΚΗ ΑΣΘΕΝΕΙΑ ΜΕΣΩ ΜΙΑΣ ΤΑΙΝΙΑΣ

Μια συγκλονιστική ταινία που μας συστήνει ξανά την ψυχική ασθένεια.

Μια κινηματογραφική ματιά τόσο νευραλγική, που ως θεατή σε κλονίζει συθέμελα και σε αφυπνίζει. Υπάρχει κάτι που σε σοκάρει, σε ξεβολεύει, σε φέρνει σε αμηχανία παρακολουθώντας την.

Σκιαγραφείται μια κοινωνία, αντιπροσωπευτική του δυτικού κόσμου, η οποία αποκαλύπτει σταδιακά τη σαθρότητα και την υποκρισία της. Πρόκειται για μια κοινωνία που δεν προάγει και δεν ενισχύει τους δεσμούς της με το άτομο. Σε αυτή κυριαρχούν οι άνισες ευκαιρίες και τα τεράστια κοινωνικο-οικονομικά χάσματα. Αυτή η κοινωνία σού υπόσχεται ότι θα σε εντάξει, θα σε αποδεχθεί και θα σε αναγνωρίσει. Πώς όμως; Αν είσαι αυτό που θέλει. Υπό όρους. Όρους που ορίζει η ίδια: να είσαι κανονικός (νορμάλ), ευπαρουσίαστος, με κοινωνικό περίγυρο, πετυχημένος και με χρήματα για να μπορείς να καταναλώνεις. Κι αν δεν είσαι; Τότε μένεις στο περιθώριο. Γίνεσαι αόρατος, παρίας, μια σκιά. Κανείς δεν προσέχει ότι υπάρχεις.

Ένας παρίας είναι και ο πρωταγωνιστής της ταινίας, ο Άρθουρ. Ζει σε μια τεράστια, απρόσωπη πόλη, η κοινωνία της οποίας τον έχει διαγράψει. Τον πιέζει διαρκώς, τον εκμεταλλεύεται, τον εξευτελίζει, τον απομονώνει. Την ίδια στιγμή, το ελάχιστο ενδιαφέρον της προς το πρόσωπο του Άρθουρ γίνεται αισθητό υπό τη μορφή πίεσης για συμμόρφωση. Η κοινωνία, λοιπόν, θέλει να τον συμμορφώσει, να τον βάλει στο σωστό δρόμο, ούτως ώστε να της μοιάσει. Έτσι όπως είναι ο Άρθουρ δεν μπορεί να ανήκει. Για εκείνη είναι ένα φρικιό με φυσικό ελάττωμα το γέλιο, ένας παλιάτσος και τίποτε άλλο. Ο κόσμος γύρω του τον χλευάζει, τον υποτιμά, τον ταπεινώνει. Του στερεί το μόνο πράγμα που ξέρει να κάνει καλά, να γελά. Το κοινωνικό του περιβάλλον συνθλίβει ό,τι καλό και αγνό έχει μέσα του. Του γκρεμίζει την ελπίδα. Τον εξωθεί στα άκρα. Του κλέβει σταδιακά τα ανθρώπινα στοιχεία και τον αποκτηνώνει. Αφού δεν υπάρχει καμία πιθανότητα να ενταχθεί στο σύνολο, να γίνει αποδεκτός και να αγαπηθεί από άλλους ανθρώπους, βρίσκει τη δύναμη να αποδεχθεί αυτό που είναι, στρεφόμενος ενάντια σε όλους όσους τον απέκλεισαν, τον απέρριψαν και τον εξόρισαν σ’ ένα μοναχικό σύμπαν, όπου υπάρχει μόνο αυτός και η περσόνα που δημιούργησε. Ο Άρθουρ για να επιβιώσει συναισθηματικά εφευρίσκει έναν εναλλακτικό εαυτό, μια ταυτότητα κωμικού (κλόουν) για να χαρίζει γέλιο. Αλλά, ακόμη κι όταν οι άλλοι δε γελούν, εκείνος νιώθει καλά. Δημιουργώντας την ταυτότητα αυτή μπορεί επιτέλους να χαμογελά ελεύθερα, χωρίς να περιμένει πια κάτι από τους άλλους. Δίνει ο ίδιος στον εαυτό του την αναγνώριση που χρειάζεται, συμφιλιώνεται με την ασθένειά του και ξαφνικά αισθάνεται παντοδύναμος. Λέει: «Για καιρό πίστευα ότι δεν υπήρχα, αλλά επιτέλους ο κόσμος αρχίζει να παρατηρεί την ύπαρξή μου». Αυτή η συνειδητοποίηση του Άρθουρ έρχεται με την παρέκκλιση και την αμφισβήτηση των κοινωνικών νορμών. Έρχεται μέσω της παραβατικότητας και του εγκλήματος. Εφόσον δε μπορεί να είναι σημαντικός ως Άρθουρ, λόγω της ψυχικής του νόσου, γίνεται σημαντικός μέσα από ακραίες πράξεις βίας. Αυτές οι πράξεις φαίνεται να υποστηρίζονται από μια μεγάλη μερίδα αδικημένων και κατατρεγμένων ανθρώπων. Αυτοί τον λατρεύουν, τον θεοποιούν. Γι’ αυτούς είναι είδωλο, πρότυπο προς μίμηση. Έτσι ο Άρθουρ καταφέρνει από μαύρο πρόβατο της κοινωνίας να γίνει ήρωας στα μάτια των μη προνομιούχων.

Η ψυχική ασθένεια είναι το σύμπτωμα μιας κοινωνίας που πάσχει και που αδυνατεί να σχετιστεί με τα μέλη της ουσιαστικά. Η σύνδεση μιας πάσχουσας κοινωνικής δομής με τα μέλη της δεν μπορεί παρά να είναι ισχνή, επιφανειακή και νοσηρή. Αν η κοινωνία νοιαστεί για τα άτομα που τη συναποτελούν, τα θωρακίσει και τα υποστηρίξει όπως τους αρμόζει, τότε οι ψυχικές νόσοι θα μειωθούν σημαντικά και οι άνθρωποι θα νιώσουν ότι πράγματι αποτελούν ένα αναπόσπαστο κομμάτι του όλου, όπου χωρίς αυτούς το σύνολο δεν θα ήταν το ίδιο, γιατί δεν θα ήταν ολοκληρωμένο.